πετσοκόβω

πετσοκόβω
πετσόκοψα, πετσοκόπηκα, πετσοκομμένος
1. κατακόβω, κομματιάζω: Δεν πρόσεξα και πετσόκοψα το δάχτυλό μου.
2. σφάζω άγρια: Τους κλείσανε στο στενό και τους πετσοκόψανε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πετσοκόβω — πετσοκόβω, πετσόκοψα, πετσοκομμένος βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πετσοκόβω — Ν 1. κόβω σε μικρά κομμάτια σαν πετσί 2. κατασφάζω, φονεύω με αγριότητα 3. μτφ. κάνω σημαντικές περικοπές σε κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, μισθούς και αποδοχές με αδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κόβω] …   Dictionary of Greek

  • αποτεμαχίζω — (Α ἀποτεμαχίζω) νεοελλ. κόβω ένα σύνολο σε τεμάχια, κομματιάζω, πετσοκόβω, λειανίζω αρχ. κόβω κομμάτι από ένα σύνολο …   Dictionary of Greek

  • κατακρεουργώ — (AM κατακρεουργῶ, έω, ιων. τ. κατακρεοργέω) φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῡτο ἀντεῑχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.) νεοελλ. (σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο) εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια,… …   Dictionary of Greek

  • κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • πελεκώ — πελεκῶ, άω, ΝΜΑ [πέλεκυς] 1. κόβω ξύλο με πέλεκυ ή κατεργάζομαι με πέλεκυ ξύλο ή αντικείμενο από ξύλο («ἦν δ ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ», Αριστοφ.) 2. σφυροκοπώ ακατέργαστους λίθους για να τούς προσαρμόσω σε ορισμένη θέση… …   Dictionary of Greek

  • πετσοκομματιάζω — Ν πετσοκόβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κομματιάζω] …   Dictionary of Greek

  • πετσόκομμ — το, Ν [πετσοκόβω] 1. τεμαχισμός σε πολύ μικρά κομμάτια 2. άγρια σφαγή 3. σημαντική και αδέξια περικοπή …   Dictionary of Greek

  • προκατακόπτω — Α 1. κατακόβω, κατακομματιάζω εκ τών προτέρων 2. μτφ. φονεύω, σκοτώνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακόπτω «κατακομματιάζω, πετσοκόβω, σφάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”