πετσοκόβω — πετσοκόβω, πετσόκοψα, πετσοκομμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πετσοκόβω — Ν 1. κόβω σε μικρά κομμάτια σαν πετσί 2. κατασφάζω, φονεύω με αγριότητα 3. μτφ. κάνω σημαντικές περικοπές σε κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, μισθούς και αποδοχές με αδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κόβω] … Dictionary of Greek
αποτεμαχίζω — (Α ἀποτεμαχίζω) νεοελλ. κόβω ένα σύνολο σε τεμάχια, κομματιάζω, πετσοκόβω, λειανίζω αρχ. κόβω κομμάτι από ένα σύνολο … Dictionary of Greek
κατακρεουργώ — (AM κατακρεουργῶ, έω, ιων. τ. κατακρεοργέω) φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῡτο ἀντεῑχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.) νεοελλ. (σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο) εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια,… … Dictionary of Greek
κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek
πελεκώ — πελεκῶ, άω, ΝΜΑ [πέλεκυς] 1. κόβω ξύλο με πέλεκυ ή κατεργάζομαι με πέλεκυ ξύλο ή αντικείμενο από ξύλο («ἦν δ ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ», Αριστοφ.) 2. σφυροκοπώ ακατέργαστους λίθους για να τούς προσαρμόσω σε ορισμένη θέση… … Dictionary of Greek
πετσοκομματιάζω — Ν πετσοκόβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κομματιάζω] … Dictionary of Greek
πετσόκομμ — το, Ν [πετσοκόβω] 1. τεμαχισμός σε πολύ μικρά κομμάτια 2. άγρια σφαγή 3. σημαντική και αδέξια περικοπή … Dictionary of Greek
προκατακόπτω — Α 1. κατακόβω, κατακομματιάζω εκ τών προτέρων 2. μτφ. φονεύω, σκοτώνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακόπτω «κατακομματιάζω, πετσοκόβω, σφάζω»] … Dictionary of Greek